- ενοχοποιητικός
- -ή, -όαυτός που συντελεί ώστε να θεωρηθεί ένοχος κάποιος («ενοχοποιητικά στοιχεία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενοχοποιητικός — ή, ό επίρρ. ά που ενοχοποιεί, που συντελεί στο να αποδείξει ένοχο κάποιον: Ενοχοποιητικό έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηνυτικός — και δωρ. τ. μανυτικός, ή, όν (Α) [μηνύω] 1. αυτός που περιέχει πληροφορίες εις βάρος κάποιου, ενοχοποιητικός 2. δηλωτικός, εκφραστικός. επίρρ... μηνυτικῶς / (ΑΜ) με μηνυτικό τρόπο … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)